κουλλούρα

κουλλούρα
και κουλούρα, η (Μ κουλλούρα)
ψωμί με στρογγυλό σχήμα και, συνήθως, με τρύπα στη μέση
νεοελλ.
1. οποιοδήποτε αντικείμενο έχει στρογγυλό, κυκλικό σχήμα
2. (σχετικά με τη βαθμολογία μαθητών) μηδενικό
3. (ειρωνικά) το στεφάνι τού γάμου («τήν έβαλε την κουλούρα κι αυτός, ενώ έλεγε ότι δεν θα παντρευτεί»)
4. (στην αλιευτική) εργαλείο με μορφή και σχήμα μεγάλου κρίκου, που χρησιμοποιείται για την απόσπαση από τον βυθό τής θάλασσας διχτιών ή παραγαδιών που έχουν μπερδευτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολλούρα, με κώφωση τού -ο- σε -ου-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κουλούρα — I Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου. 1. Μικρό νησί ανάμεσα στο λιμάνι της Μεθώνης και στο επίσης μικρό νησί Σαπιέντζα. Επί ενετοκρατίας ήταν οχυρωμένο με ισχυρό πυροβολείο. 2. Μικρό νησί στη δυτική άκρη του βόρειου τμήματος της Σκύρου. 3. Ύφαλος των… …   Dictionary of Greek

  • στρεπτίκιος — ία, ον, Α (για άρτο) συνεστραμμένος, αυτός που παρασκευάζεται με συστροφή τής ζύμης, κουλλούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεπτικός (πρβλ. κολλίκ ιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”